- πάσα
- η(λ. ιταλ.)1. μεταβίβαση πράγματος από χέρι σε χέρι.2. μεταβίβαση της μπάλας από παίχτη σε παίχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάσα — η [πασάρω] 1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη 3. φρ. «κάνω πάσα» κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση … Dictionary of Greek
πάσα — πάσσω sprinkle aor ind act 1st sg (homeric ionic) πᾶς papa fem nom/voc sg (doric) πάσᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (doric) πά̱σᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσᾳ — πάσαι , πάσσω sprinkle aor imperat mid 2nd sg πάσαι , πάσσω sprinkle aor inf act πάσᾱͅ , πᾶς papa fem dat sg (doric) πάσαι , πᾶς papa fem nom/voc pl (doric) πάσαι , πατέομαι eat aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶσα — πᾶς papa fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πασα-Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Xίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεστών … Dictionary of Greek
Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάσας — πάσᾱς , πάσσω sprinkle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) πάσσω sprinkle aor ind act 2nd sg (homeric ionic) πάσᾱς , πᾶς papa fem acc pl (doric) πάσᾱς , πᾶς papa fem gen sg (doric) πά̱σᾱς , πᾶς papa fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] … Dictionary of Greek